- ἐσθλοδότης
- ἐσθλοδότης, ου, ὁ,A giver of good, Man.2.142.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εσθλοδότης — ἐσθλοδότης, ὁ (Α) αυτός που παρέχει αγαθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθλός + δότης < δίδωμι] … Dictionary of Greek
ἐσθλοδόται — ἐσθλοδότης giver of good masc nom/voc pl ἐσθλοδότᾱͅ , ἐσθλοδότης giver of good masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσθλοδόταις — ἐσθλοδότης giver of good masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσθλοδόταν — ἐσθλοδότᾱν , ἐσθλοδότης giver of good masc acc sg (epic doric aeolic) ἐσθλοδότης giver of good masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)